- σκαφεύς
- (-εως) ο см. σκαφ(τ)ιάς
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαφεύς — digger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφεύς — έως, ὁ, Α βλ. σκαφέας … Dictionary of Greek
σκαφῆς — σκαφεύς digger masc nom pl σκαφεύς digger masc nom/voc pl σκαφή digging fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφεῖς — σκάπτω dig aor subj pass 2nd sg (epic) σκαφεύς digger masc acc pl σκαφεύς digger masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφέων — σκάφη trough fem gen pl (epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut gen pl (epic doric ionic aeolic) σκαφεύς digger masc gen pl σκαφέω̆ν , σκαφεύς digger masc gen pl σκαφή digging fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφέως — σκαφέω̆ς , σκαφεύς digger masc gen sg σκαφεύς digger masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφέας — ο / σκαφεύς, έως, ΝΜΑ ο εργάτης που έχει ως κύριο έργο του το σκάψιμο, σκαφτιάς αρχ. σκαφηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. εύς. Η λ. με τη σημ. σκαφηφόρος προήλθε κατ απόσπαση από το συνθ. σκαφηφόρος, με κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
σκαφευτικός — ή, ό, Ν [σκαφέας / σκαφεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκαφή και στον σκαφέα, σκαπτικός («σκαφευτικά εργαλεία») … Dictionary of Greek
σκαφεῦσι — σκάπτω dig aor subj pass 3rd pl (epic) σκαφεύς digger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφεῦσιν — σκάπτω dig aor subj pass 3rd pl (epic) σκαφεύς digger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφῇ — σκάπτω dig aor subj pass 3rd sg σκαφῆι , σκαφεύς digger masc dat sg (epic ionic) σκαφή digging fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)